- οἰκοτύραννος
- οἰκο-τύραννος [pron. full] [ῠ], ὁ,A domestic tyrant, AP10.61 (Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικοτύραννος — οἰκοτύραννος, ὁ (Α) τύραννος τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + τύραννος] … Dictionary of Greek
οἰκοτυράννους — οἰκοτύραννος domestic tyrant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek